top of page
Αναζήτηση
Εικόνα συγγραφέαΕλισάβετ Κυριακοπούλου

Όταν τα παιδιά αντιστέκονται στην λογοθεραπεία

Συχνά οι γονείς αναρωτιούνται γιατί το παιδί τους δεν θέλει να συμμετέχει στην θεραπευτική διαδικασία της λογοθεραπείας. Στην πραγματικότητα η σωστή ερώτηση είναι «τι πρέπει να αλλάξει ώστε το παιδί να αρχίσει να έχει διάθεση να μάθει μέσα από αυτήν». Φυσικά η ευθύνη για την διδασκαλία οποιαδήποτε δεξιότητας ανήκει στον λογοθεραπευτή. Όμως για να έχει αποτέλεσμα η θεραπεία, ειδικοί, γονείς και παιδιά πρέπει να συνεργαστούν αρμονικά και να υποστηρίξουν ο ένας τον άλλον.


Το πρώτο πράγμα που πρέπει να έχουμε στο μυαλό μας είναι πως τα παιδιά κάνουν μόνο ό,τι είναι ευχάριστο γι' αυτά ή ό,τι εμείς, ως ενήλικες, τους διδάξαμε στο παρελθόν ακούσια ή εκούσια. Εάν ένα παιδί κρύβεται κάτω από το τραπέζι και αρνείται να συνεργαστεί στη λογοθεραπεία και ο γονέας αντί να φανεί σταθερός, υποχωρεί και το παίρνει σπίτι, το μήνυμα που παίρνει το παιδί είναι πώς μπορεί να ξεφύγει από την μαθησιακή διαδικασία. Πρέπει επίσης να λάβουμε υπόψιν μας ότι μπορεί ένα παιδί να είχε πολλές μαθησιακές εμπειρίες που κατέληξαν σε αποτυχία και για αυτό να προσπαθεί να ξεφύγει από οτιδήποτε το βάζει σε μια διαδικασία μάθησης.


Αναζητώντας κίνητρα


Πριν ξεκινήσουν οποιαδήποτε θεραπευτική διαδικασία οι ειδικοί φροντίζουν να εντοπίσουν πράγματα που το παιδί απολαμβάνει ή μπορούν να αποτελέσουν κίνητρο για αυτό. Το ίδιο πρέπει να κάνουν και οι γονείς. Αν αυτά τα κίνητρα δεν εντοπιστούν, τόσο ο ειδικός όσο και ο γονέας μένει χωρίς ένα εργαλείο, ένα όπλο που μπορει να χρησιμοποιήσει όταν το παιδί αντιστέκεται στην θεραπεία και αρνείται να συνεργαστεί.


Μόλις το παιδί χτίσει καλή σχέση με τον θεραπευτή και είναι ανοιχτό στη συνεργασία, τότε εκείνος αρχίζει να του ζητά να κάνει μικρά και εύκολα πράγματα. Αν το παιδί αρνείται, το προτρέπει να μπει στη διαδικασια ενισχύοντας τη συνεργασία του με κάποια κίνητρο. Στόχος αυτών των κινήτρων ή ανταμοιβών είναι το παιδι να καταλάβει ότι όταν συνεργάζεται για τα πράγματα που του ζητούν οι γονείς του ή ο θεραπευτής συμβαίνουν ευχάριστα πράγματα και σίγουρα το να ξεφύγει και να μην κάνει ότι του ζητούν δεν είναι μέσα στις επιλογές.


Επειδή στην περίπτωση της λογοθεραπείας έχουμε να κάνουμε με λόγο και ομιλία, ένα πεδίο στο οποίο είναι πολύ δύσκολο να λειτουργήσει η πίεση και ο εξαναγκασμός, οι θεραπευτές ξεκινούν με το να ζητήσουν από το παιδί να τους δώσει κάτι, π.χ. ένα αντικείμενο από το χώρο ή να αφήσει κάτι από τα χέρια του και όταν ακολουθήσει την οδηγία το ανταμείβουν με το αγαπημένο του παιχνίδι. Τότε συνήθως το παιδί είναι έτοιμο να αρχίζει να δουλεύει και για άλλους στόχους.


Είναι πολύ σημαντικό οι γονείς να γίνουν μέρος αυτής της διαδικασίας ακολουθώντας την ίδια φιλοσοφία. Δεν πρέπει ποτέ να δίνουν εντολές τις οποίες λόγω στιγμής ή συνθηκών δεν μπορούν να επιβάλλουν στα παιδιά να εκτελέσουν. Όταν ο γονιός ζητά κάτι από το παιδί πρέπει να βεβαιωθεί ότι εκείνο ακολουθεί την εντολή του και αν δεν το κάνει πρέπει να βρει τρόπο να φέρει το παιδί στο επιθυμητό αποτέλεσμα. Αυτό όμως δεν μπορεί να γίνει εάν για παράδειγμα η ώρα είναι 8 το πρωί και το σχολικό φτάνει σε δέκα λεπτά. Σε πιεστικές στιγμές και καταστάσεις καλό είναι να αποφεύγονται οι εντολές. Κάθε αλληλεπίδραση είναι μια ευκαιρία να μάθουμε κάτι στο παιδί αλλά τέτοιου είδους στιγμές σαφώς δεν είναι κατάλληλες.


Αξιοποιώντας τα δυνατά σημεία


Οι άνθρωποι έχουμε την τάση να απολαμβάνουμε τα πράγματα στα οποία είμαστε καλοί και να αποφεύγουμε αυτά στα οποία δεν είμαστε. Αν το παιδί προσπαθεί να αποφύγει τη μαθησιακή διαδικασία, ο θεραπευτής φροντίζει να ξεκινήσει με πράγματα που το παιδί μπορεί εύκολα να κάνει. Όταν τα παιδιά αντιμετωπίζουν προβλήματα στον λόγο και τους ζητάμε να επιτύχουν έναν ήχο, στην πραγματικότητα τους ζητάμε να κάνουν κάτι πολύ δύσκολο γι 'αυτά. Τα παιδιά έχουν μια φυσική τάση να θέλουν να γίνουν ισότιμα ή να μιμηθούν τον θεραπευτή στον λόγο. Έτσι, πρέπει κάθε φορά που εκείνος θέτει έναν ήχο σαν στόχο να είναι εφικτός ώστε τα παιδιά να μπορούν να τον επιτύχουν. Έτσι μόνο η αυτοπεποίθηση τους ενισχύεται και η διαδικασία προχωρά.


Για να συμβεί αυτό συνήθως ο θεραπευτής παίρνει τους ήχους και τις συλλαβές που το παιδί είναι σε θέση να παράγει με επιτυχία και με αυτά προσπαθεί να «χτίσει» όσα το παιδί δεν μπορεί να αρθρώσει. Για παράδειγμα, εάν ένα παιδί μπορεί ήδη να πιει με καλαμάκι ή να φυσήξει μια τρομπέτα, ο λογοθεραπευτής ίσως χρησιμοποιήσει αυτή την ικανότητα για να βοηθήσει το παιδί να πετύχει τον ήχο του «ο». Σε ένα παιδί που μπορεί να πει το «μ» μπορεί να του ζητήσει να κλείσει τη μύτη του και να πει συλλαβές που ξεκινούν από «μ» ώστε να επιτύχει το «μπ». Πολύ σημαντικό επίσης επίσης είναι να εντοπίσουμε ποιός τύπος προτροπής ταιριάζει σε κάθε παιδί και να τον επιλέξουμε για την θεραπεία. Άλλα παιδιά ανταποκρίνονται καλύτερα στα οπτικά βοηθήματα για τους ήχους, άλλα στα ακουστικά και άλλα σε έναν συνδυασμό των δυο.


Όταν η θεραπευτική διαδικασία δεν προχωρά και το παιδι προσπαθεί συνεχώς να την αποφύγει πρέπει πάντα να θυμάστε ότι το πρόβλημα δεν είναι ποτέ το παιδί. Είναι πάντα το μαθησιακό ιστορικό του παιδιού και οι μέθοδοι που επιλέγονται στην θεραπεία. Με την κατάλληλη προσέγγιση και την κατάλληλη στάση γονέων και θεραπευτή η επιτυχία είναι απλώς σίγουρη.

462 Προβολές0 Σχόλια

Πρόσφατες αναρτήσεις

Εμφάνιση όλων

Comments


bottom of page